- Δίρκα
- Δίρκᾱ , Δίρκηfem nom/voc/acc dualΔίρκᾱ , Δίρκηfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δίρκᾳ — Δίρκαι , Δίρκη fem nom/voc pl Δίρκᾱͅ , Δίρκη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίρκας — Δίρκᾱς , Δίρκη fem acc pl Δίρκᾱς , Δίρκη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίρκαν — Δίρκᾱν , Δίρκη fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπάρθενος — εὐπάρθενος, ον (Α) 1. (για πόλη ή χώρα) αυτός που έχει ωραία κορίτσια, ωραίες παρθένους 2. ωραία κόρη («εὐπάρθενε Δίρκα», Ευρ.) 3. αγνή κόρη («Ἄρτεμι... εὐπάρθενε», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρθενος (< παρθένος), πρβλ. αει πάρθενος,… … Dictionary of Greek
συν — σύν ΝΜΑ, και ξὺν και βοιωτ. τ. σούν Α (κύρια μονοσύλλαβη πρόθεση, στη νεοελλ. κυρίως σε λόγια χρήση, η οποία συντάσσεται με δοτική) 1. μαζί, από κοινού (α. «συν γυναιξί και τέκνοις» β. «ἐπαιδεύετο σὺν τῷ ἀδελφῷ», Ξεν.) 2. με τη βοήθεια (α. «συν… … Dictionary of Greek
Δίρκαι — Δίρκη fem nom/voc pl Δίρκᾱͅ , Δίρκη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)